ακρεοφάγος

ακρεοφάγος
-α, -ο
αυτός που δεν τρώει κρέας: Ήταν από πεποίθηση ακρεοφάγος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακρεοφάγος — ο 1. αυτός που δεν τρώει κρέας 2. αυτός που ως γιατρός ή για λόγους θρησκευτικούς επιβάλλει την ακρεοφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κρεοφάγος. ΠΑΡ. ακρεοφαγία] …   Dictionary of Greek

  • ακρεοφαγία — η [ακρεοφάγος] συστηματική αποχή από την κρεοφαγία, το να μην τρώει κανείς κρέας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”